Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàtuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfatuo]

1 βλάκας
2 κενόδοξος
3 ανόητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatuità fauci  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fatturato (επίθ.)
fatturatrice (θηλ.ουσ)
fatturazione (θηλ.ουσ)
fatturista (ουσ αρσ και θηλ.)
fatuità (θηλ.ουσ)
fatuo (επίθ.)
fauci (θηλ. ουσ πληθ.)
fauna (θηλ.ουσ)
faunesco (επίθ.)
faunistica (θηλ.ουσ)
faunistico (επίθ.)
fauno (ουσ αρσ )
fausto (επίθ.)
fautore (ουσ αρσ )
fauve (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fauvismo (ουσ αρσ )
fava (θηλ.ουσ)
favagello (ουσ αρσ )
favella (θηλ.ουσ)
favellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---