Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfatturàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fattuˈrato] 1 τζίρος 2 όγκος συναλλαγών 3 συνολικό καθαρό ποσό ληφθέν από τις πωλήσεις 4 κύκλος εργασιών fatturàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [fattuˈrato] 1 τιμολογημένος 2 που συνοδεύεται από τιμολόγιο 3 νοθευμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |