Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fattùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fatˈtura]

1 commercio το τιμολόγιο, η φατούρα
2 (di maga) τα μάγια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fattucchieria fatturare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fattrice (θηλ.ουσ)
fattuale (θηλ. επίθ και ουσ)
fattucchiera (θηλ.ουσ)
fattucchiere (ουσ αρσ )
fattucchieria (θηλ.ουσ)
fattura (θηλ.ουσ)
fatturare (ρ. μτβ.)
fatturato (ουσ αρσ )
fatturato (επίθ.)
fatturatrice (θηλ.ουσ)
fatturazione (θηλ.ουσ)
fatturista (ουσ αρσ και θηλ.)
fatuità (θηλ.ουσ)
fatuo (επίθ.)
fauci (θηλ. ουσ πληθ.)
fauna (θηλ.ουσ)
faunesco (επίθ.)
faunistica (θηλ.ουσ)
faunistico (επίθ.)
fauno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---