Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfattùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fatˈtura] 1 commercio το τιμολόγιο, η φατούρα 2 (di maga) τα μάγια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |