Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fattucchièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fattukˈkjɛra]

μάγισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fattuale fattucchiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fattoria (θηλ.ουσ)
fattoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
fattorino (ουσ αρσ )
fattrice (θηλ.ουσ)
fattuale (θηλ. επίθ και ουσ)
fattucchiera (θηλ.ουσ)
fattucchiere (ουσ αρσ )
fattucchieria (θηλ.ουσ)
fattura (θηλ.ουσ)
fatturare (ρ. μτβ.)
fatturato (ουσ αρσ )
fatturato (επίθ.)
fatturatrice (θηλ.ουσ)
fatturazione (θηλ.ουσ)
fatturista (ουσ αρσ και θηλ.)
fatuità (θηλ.ουσ)
fatuo (επίθ.)
fauci (θηλ. ουσ πληθ.)
fauna (θηλ.ουσ)
faunesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---