Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfattorìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fattoˈrino] 1 (di ufficio) ο κλητήρας, ο υπάλληλος για θελήματα 2 (d'albergo) ο αχθοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |