Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfatto]

1 (avvenimento) το γεγονός, το συμβάν
2 (azione) η πράξη

fàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfatto]

φτιαγμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fattivo fattore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a parte il fatto che = πλην του ότι || bada ai fatti tuoi! = κοίτα τη δουλεία σου || cogliere sul fatto = πιάνω κανέναν επ' αυτοφώρο | συλλαμβάνω κανέναν επ' αυτοφώρο || di nome e di fatto = όνομα και πράγμα || fatti miei [αρσ. πλυθ.] = δικός μου λογαριασμός! || fatto a mano = χειροποίητος || fatto [αρσ.] compiuto = το τελεσμένο γεγονός || fatto [αρσ.] di cronaca = η είδηση || fatto in casa = σπιτικός [-ή, -ό] || frase [θηλ.] fatta = η στερεότυπη φράση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fattaccio (ουσ αρσ )
fatterello (ουσ αρσ )
fattezza (θηλ.ουσ)
fattibile (επίθ.)
fattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
fatto (ουσ αρσ )
fatto (επίθ.)
fattore (ουσ αρσ )
fattoria (θηλ.ουσ)
fattoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
fattorino (ουσ αρσ )
fattrice (θηλ.ουσ)
fattuale (θηλ. επίθ και ουσ)
fattucchiera (θηλ.ουσ)
fattucchiere (ουσ αρσ )
fattucchieria (θηλ.ουσ)
fattura (θηλ.ουσ)
fatturare (ρ. μτβ.)
fatturato (ουσ αρσ )
fatturato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---