Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfattàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fatˈtatʧo] 1 κακούργημα 2 έγκλημα 3 κακία πράξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |