Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fattìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fatˈtivo]

1 δραστικός
2 ουσιαστικός
3 ενεργός
4 αποτελεσματικός
5 δραστήριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fattibile fatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fatta (θηλ.ουσ)
fattaccio (ουσ αρσ )
fatterello (ουσ αρσ )
fattezza (θηλ.ουσ)
fattibile (επίθ.)
fattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
fatto (ουσ αρσ )
fatto (επίθ.)
fattore (ουσ αρσ )
fattoria (θηλ.ουσ)
fattoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
fattorino (ουσ αρσ )
fattrice (θηλ.ουσ)
fattuale (θηλ. επίθ και ουσ)
fattucchiera (θηλ.ουσ)
fattucchiere (ουσ αρσ )
fattucchieria (θηλ.ουσ)
fattura (θηλ.ουσ)
fatturare (ρ. μτβ.)
fatturato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---