Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfattóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fatˈtore] π παράφοντας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfattore [αρσ.] di protezione [θηλ.] = ο δείκτης προστασία || (αντιλιακή κρέμα) fattore [αρσ.] di protezione = (di crema solare) δείκτης προστασίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |