Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fattóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fatˈtore]

π παράφοντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatto fattoria  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fattore [αρσ.] di protezione [θηλ.] = ο δείκτης προστασία || (αντιλιακή κρέμα) fattore [αρσ.] di protezione = (di crema solare) δείκτης προστασίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fattezza (θηλ.ουσ)
fattibile (επίθ.)
fattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
fatto (ουσ αρσ )
fatto (επίθ.)
fattore (ουσ αρσ )
fattoria (θηλ.ουσ)
fattoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
fattorino (ουσ αρσ )
fattrice (θηλ.ουσ)
fattuale (θηλ. επίθ και ουσ)
fattucchiera (θηλ.ουσ)
fattucchiere (ουσ αρσ )
fattucchieria (θηλ.ουσ)
fattura (θηλ.ουσ)
fatturare (ρ. μτβ.)
fatturato (ουσ αρσ )
fatturato (επίθ.)
fatturatrice (θηλ.ουσ)
fatturazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---