Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfato]

1 ριζικό
2 αστρικό
3 πεπρωμένο
4 κισμέτι
5 ειμαρμένη
6 γραφτό
7 μοίρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatiscente fatta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faticata (θηλ.ουσ)
faticosamente (επίρ.)
faticoso (επίθ.)
fatidico (επίθ.)
fatiscente (επίθ.)
fato (ουσ αρσ )
fatta (θηλ.ουσ)
fattaccio (ουσ αρσ )
fatterello (ουσ αρσ )
fattezza (θηλ.ουσ)
fattibile (επίθ.)
fattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
fatto (ουσ αρσ )
fatto (επίθ.)
fattore (ουσ αρσ )
fattoria (θηλ.ουσ)
fattoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
fattorino (ουσ αρσ )
fattrice (θηλ.ουσ)
fattuale (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---