Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


faticàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fatiˈkata]

1 δουλειά σαν του σκλάβου
2 εξαντλητική εμπειρία
3 ιδροκόπημα
4 προσπάθεια σκληρή
5 μόχθος
6 αγώνας
7 ιδροκόπι
8 σκληρή και επίμονη μελέτη
9 ελεεινή εργασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  faticare faticosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fatalone (ουσ αρσ )
fatamorgana (θηλ.ουσ)
fatato (επίθ.)
fatica (θηλ.ουσ)
faticare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
faticata (θηλ.ουσ)
faticosamente (επίρ.)
faticoso (επίθ.)
fatidico (επίθ.)
fatiscente (επίθ.)
fato (ουσ αρσ )
fatta (θηλ.ουσ)
fattaccio (ουσ αρσ )
fatterello (ουσ αρσ )
fattezza (θηλ.ουσ)
fattibile (επίθ.)
fattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
fatto (ουσ αρσ )
fatto (επίθ.)
fattore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---