Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


faticàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fatiˈkare]

1 κουράζομαι
2 πασχίζω
3 ιδροκοπώ
4 μοχθώ
5 κοπιάζω
6 κοψομεσιάζομαι
7 κοπιώ
8 μπαφιάζω
9 παρακουράζομαι
10 ξεγοφιάζομαι
11 απαυδίζω
12 αποσταίνω
13 δουλεύω σκληρά
14 μαραγκιάζω
15 κατακουράζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatica faticata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fatalona (θηλ.ουσ)
fatalone (ουσ αρσ )
fatamorgana (θηλ.ουσ)
fatato (επίθ.)
fatica (θηλ.ουσ)
faticare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
faticata (θηλ.ουσ)
faticosamente (επίρ.)
faticoso (επίθ.)
fatidico (επίθ.)
fatiscente (επίθ.)
fato (ουσ αρσ )
fatta (θηλ.ουσ)
fattaccio (ουσ αρσ )
fatterello (ουσ αρσ )
fattezza (θηλ.ουσ)
fattibile (επίθ.)
fattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
fatto (ουσ αρσ )
fatto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---