Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfatìca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [faˈtika] ο κόπος, η κούραση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa fatica = μετά βίας || fare fatica = κάνω κόπο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |