Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farsétto (ουσ αρσ ) fasòmetro (ουσ αρσ )
fascétta (θηλ.ουσ) fastèllo (ουσ αρσ )
fascettàia (θηλ.ουσ) fàsti (ουσ αρσ )
fascettàrio (ουσ αρσ ) fastìdio (ουσ αρσ )
fàscia (θηλ.ουσ) fastidiosaménte (επίρ.)
fasciàle (επίθ.) fastidióso (επίθ.)
fasciàme (ουσ αρσ ) fastigiàto (επίθ.)
fasciànte (επίθ.) fastìgio (ουσ αρσ )
fasciàre (ρ. μτβ.) fàsto (ουσ αρσ )
fasciarsi (ρ.μ. (αντων.)) fàsto (επίθ.)
fasciatùra (θηλ.ουσ) fastosaménte (επίρ.)
fascicolàre (επίθ.) fastosità (θηλ.ουσ)
fascicolàto (επίθ.) fastóso (επίθ.)
fascìcolo (ουσ αρσ ) fasùllo (επίθ.)
fascìna (θηλ.ουσ) fàta (θηλ.ουσ)
fascinàta (θηλ.ουσ) fatàle (επίθ.)
fàscino (ουσ αρσ ) fatalìsmo (ουσ αρσ )
fascinóso (επίθ.) fatalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fàscio (ουσ αρσ ) fatalìstico (επίθ.)
fascìsmo (ουσ αρσ ) fatalità (θηλ.ουσ)
fascìsta (ουσ αρσ και θηλ.) fatalménte (επίρ.)
fascìsta (επίθ.) fatalóna (θηλ.ουσ)
fascistizzàre (ρ. μτβ.) fatalóne (ουσ αρσ )
fascistizzazióne (θηλ.ουσ) fatamorgana (θηλ.ουσ)
fàse (θηλ.ουσ) fatàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: