Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fascinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [faʃʃiˈnoso], [faʃʃiˈnoso]

1 σαγηνευτικός
2 θελκτικός
3 γοητευτικός
4 μαγευτικός
5 ελκυστικός
6 χαριτωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fascino fascio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fascicolato (επίθ.)
fascicolo (ουσ αρσ )
fascina (θηλ.ουσ)
fascinata (θηλ.ουσ)
fascino (ουσ αρσ )
fascinoso (επίθ.)
fascio (ουσ αρσ )
fascismo (ουσ αρσ )
fascista (ουσ αρσ και θηλ.)
fascista (επίθ.)
fascistizzare (ρ. μτβ.)
fascistizzazione (θηλ.ουσ)
fase (θηλ.ουσ)
fasometro (ουσ αρσ )
fastello (ουσ αρσ )
fasti (ουσ αρσ )
fastidio (ουσ αρσ )
fastidiosamente (επίρ.)
fastidioso (επίθ.)
fastigiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---