Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fastìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fasˈtidjo]

η ενόχληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fasti fastidiosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare fastidio = ενοχλώ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fascistizzazione (θηλ.ουσ)
fase (θηλ.ουσ)
fasometro (ουσ αρσ )
fastello (ουσ αρσ )
fasti (ουσ αρσ )
fastidio (ουσ αρσ )
fastidiosamente (επίρ.)
fastidioso (επίθ.)
fastigiato (επίθ.)
fastigio (ουσ αρσ )
fasto (ουσ αρσ )
fasto (επίθ.)
fastosamente (επίρ.)
fastosità (θηλ.ουσ)
fastoso (επίθ.)
fasullo (επίθ.)
fata (θηλ.ουσ)
fatale (επίθ.)
fatalismo (ουσ αρσ )
fatalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---