Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fasùllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [faˈzullo], [faˈsullo]

1 χαλκευμένος
2 καλπουζάνικος
3 προσποιητός
4 νοθευμένος
5 κίβδηλος
6 ψεύτικος
7 αγιοβασιλιάτικος
8 κάλπικος
9 νόθος
10 πλαστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fastoso fata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fasto (ουσ αρσ )
fasto (επίθ.)
fastosamente (επίρ.)
fastosità (θηλ.ουσ)
fastoso (επίθ.)
fasullo (επίθ.)
fata (θηλ.ουσ)
fatale (επίθ.)
fatalismo (ουσ αρσ )
fatalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fatalistico (επίθ.)
fatalità (θηλ.ουσ)
fatalmente (επίρ.)
fatalona (θηλ.ουσ)
fatalone (ουσ αρσ )
fatamorgana (θηλ.ουσ)
fatato (επίθ.)
fatica (θηλ.ουσ)
faticare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
faticata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---