Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fatalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fataliˈta]

1 κισμέτι
2 ριζικό
3 ειμαρμένη
4 αστρικό
5 γραφτό
6 ατυχία
7 κακοτυχία
8 άτυχο περιστατικό
9 αναποδιά
10 θανατηφόρο δυστύχημα
11 μοίρα
12 πεπρωμένο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatalistico fatalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fata (θηλ.ουσ)
fatale (επίθ.)
fatalismo (ουσ αρσ )
fatalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fatalistico (επίθ.)
fatalità (θηλ.ουσ)
fatalmente (επίρ.)
fatalona (θηλ.ουσ)
fatalone (ουσ αρσ )
fatamorgana (θηλ.ουσ)
fatato (επίθ.)
fatica (θηλ.ουσ)
faticare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
faticata (θηλ.ουσ)
faticosamente (επίρ.)
faticoso (επίθ.)
fatidico (επίθ.)
fatiscente (επίθ.)
fato (ουσ αρσ )
fatta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---