Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fatalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fataˈlizmo]

μοιρολατρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatale fatalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fastosità (θηλ.ουσ)
fastoso (επίθ.)
fasullo (επίθ.)
fata (θηλ.ουσ)
fatale (επίθ.)
fatalismo (ουσ αρσ )
fatalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fatalistico (επίθ.)
fatalità (θηλ.ουσ)
fatalmente (επίρ.)
fatalona (θηλ.ουσ)
fatalone (ουσ αρσ )
fatamorgana (θηλ.ουσ)
fatato (επίθ.)
fatica (θηλ.ουσ)
faticare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
faticata (θηλ.ουσ)
faticosamente (επίρ.)
faticoso (επίθ.)
fatidico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---