Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfasto]

1 πομπή
2 πομπώδης επίδειξη
3 φιγούρα
4 επίδειξη
5 λαμπρότητα
6 μεγαλείο

fàsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfasto]

1 ευνοὶκός
2 πλεονεκτικός
3 ευμενής
4 ευοίωνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fastigio fastosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fastidio (ουσ αρσ )
fastidiosamente (επίρ.)
fastidioso (επίθ.)
fastigiato (επίθ.)
fastigio (ουσ αρσ )
fasto (ουσ αρσ )
fasto (επίθ.)
fastosamente (επίρ.)
fastosità (θηλ.ουσ)
fastoso (επίθ.)
fasullo (επίθ.)
fata (θηλ.ουσ)
fatale (επίθ.)
fatalismo (ουσ αρσ )
fatalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fatalistico (επίθ.)
fatalità (θηλ.ουσ)
fatalmente (επίρ.)
fatalona (θηλ.ουσ)
fatalone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---