Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàscio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfaʃʃo] 1 το δεμάτι, η δέσμη 2 (fascista) ο φασίστας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |