Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàscia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfaʃʃa]

medicina ο επίδεσμος, η φασκιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fascettario fasciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farsesco (επίθ.)
farsetto (ουσ αρσ )
fascetta (θηλ.ουσ)
fascettaia (θηλ.ουσ)
fascettario (ουσ αρσ )
fascia (θηλ.ουσ)
fasciale (επίθ.)
fasciame (ουσ αρσ )
fasciante (επίθ.)
fasciare (ρ. μτβ.)
fasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
fasciatura (θηλ.ουσ)
fascicolare (επίθ.)
fascicolato (επίθ.)
fascicolo (ουσ αρσ )
fascina (θηλ.ουσ)
fascinata (θηλ.ουσ)
fascino (ουσ αρσ )
fascinoso (επίθ.)
fascio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---