Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfasciàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [faʃˈʃame] 1 επικάλυψη μεταλλική 2 σανίδωμα 3 ποσότητα μαδεριών καταστρώματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |