Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fasciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [faʃˈʃare]

επιδένω

fasciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [faʃˈʃarsi]

1 επιδένομαι
2 περιτυλίγομαι
3 περιδένομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fasciante fasciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fascettario (ουσ αρσ )
fascia (θηλ.ουσ)
fasciale (επίθ.)
fasciame (ουσ αρσ )
fasciante (επίθ.)
fasciare (ρ. μτβ.)
fasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
fasciatura (θηλ.ουσ)
fascicolare (επίθ.)
fascicolato (επίθ.)
fascicolo (ουσ αρσ )
fascina (θηλ.ουσ)
fascinata (θηλ.ουσ)
fascino (ουσ αρσ )
fascinoso (επίθ.)
fascio (ουσ αρσ )
fascismo (ουσ αρσ )
fascista (ουσ αρσ και θηλ.)
fascista (επίθ.)
fascistizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---