Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Èllade (κύρ.όν. θηλ.) elocuzióne (θηλ.ουσ)
èlle (ουσ αρσ και θηλ.) elodèrma (ουσ αρσ )
elleborìna (θηλ.ουσ) elogiàbile (επίθ.)
ellèboro (ουσ αρσ ) elogiàre (ρ. μτβ.)
ellènico (επίθ.) elogiatìvo (επίθ.)
ellenìsmo (ουσ αρσ ) elogiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
ellenìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) elògio (ουσ αρσ )
ellenìstico (αρσ. επίθ και ουσ) elogìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ellenizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) elongazióne (θηλ.ουσ)
Ellespònto (κύρ.όν. αρσ.) eloquènte (επίθ.)
ellìsse (θηλ.ουσ) eloquenteménte (επίρ.)
ellìssi (θηλ.ουσ) eloquènza (θηλ.ουσ)
ellissògrafo (ουσ αρσ ) elòquio (ουσ αρσ )
ellissoidàle (επίθ.) élsa, èlsa (θηλ.ουσ)
ellissòide (ουσ αρσ ) elucubràre (ρ. μτβ.)
ellitticaménte (επίρ.) elucubrazióne (θηλ.ουσ)
ellìttico (επίθ.) elùdere (ρ. μτβ.)
elmétto (ουσ αρσ ) eluènte (επίθ.)
elmìnti (ουσ αρσ πληθ.) eluìre (ρ. μτβ.)
elmintìasi (θηλ.ουσ) elusióne (θηλ.ουσ)
elmìntico (επίθ.) elusività (θηλ.ουσ)
elmintologìa (θηλ.ουσ) elusìvo (επίθ.)
elmintològico (επίθ.) elùso (επίθ.)
elmintòlogo (ουσ αρσ ) eluviàle (επίθ.)
élmo (ουσ αρσ ) elùvio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: