Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cumulàre (ρ. μτβ.) cupézza (θηλ.ουσ)
cumularsi (ρ.μ. (αντων.)) cupidìgia (θηλ.ουσ)
cumulatìvo (επίθ.) cùpido (επίθ.)
cumulazióne (θηλ.ουσ) cùpo (αρσ. επίθ και ουσ)
cùmulo (ουσ αρσ ) cùpola (θηλ.ουσ)
cumulonémbo (ουσ αρσ ) cupolóne (ουσ αρσ )
cùna (θηλ.ουσ) cùpreo (επίθ.)
cuneifórme (ουσ αρσ ) cùprico (επίθ.)
cuneifórme (επίθ.) cuprìsmo (ουσ αρσ )
cùneo (ουσ αρσ ) cùra (θηλ.ουσ)
cunétta (θηλ.ουσ) curàbile (επίθ.)
cunìcolo (ουσ αρσ ) curabilità (θηλ.ουσ)
cunicoltóre (ουσ αρσ ) curaçao (ουσ αρσ )
cunicoltùra (θηλ.ουσ) curànte (επίθ.)
cuòca (θηλ.ουσ) curapìpe (ουσ αρσ )
cuòcere (ρ.αμτβ.) curàre (ρ. μτβ.)
cuòcere (ρ. μτβ.) curàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
cuocersi (ρ.μ. (αντων.)) curàrico (επίθ.)
cuòco (ουσ αρσ ) curarìna (θηλ.ουσ)
cuoiàio (ουσ αρσ ) curarizzàre (ρ. μτβ.)
cuoiàme (ουσ αρσ ) curarizzazióne (θηλ.ουσ)
cuòio (ουσ αρσ ) curàro (ουσ αρσ )
cuòra (θηλ.ουσ) curatamente (επίρ.)
cuòre (ουσ αρσ ) curatèla (θηλ.ουσ)
cuorifórme (επίθ.) curatìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: