Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

botulìno (ουσ αρσ ) bòzzolo (ουσ αρσ )
botulìsmo (ουσ αρσ ) bozzolóso (επίθ.)
bouquet (ουσ αρσ ) bràca (θηλ.ουσ)
boutade (θηλ.ουσ) bracalóne (αρσ. επίθ και ουσ)
boutique (θηλ.ουσ) braccàre (ρ. μτβ.)
bovàro (ουσ αρσ ) braccétto (ουσ αρσ )
bòve (ουσ αρσ ) bracciàle (ουσ αρσ )
bovìle (ουσ αρσ ) braccialétto (ουσ αρσ )
bovìndo (ουσ αρσ ) bracciantàto (ουσ αρσ )
bovìno (ουσ αρσ ) bracciànte (ουσ αρσ και θηλ.)
bovìno (επίθ.) bracciàre (ρ. μτβ.)
box (ουσ αρσ ) bracciàta (θηλ.ουσ)
boxàre (ρ.αμτβ.) bracciere (ουσ αρσ )
bòxe (θηλ.ουσ) bràccio (ουσ αρσ )
boxer (ουσ αρσ ) bracciòlo (ουσ αρσ )
boxeur (ουσ αρσ ) bràcco (ουσ αρσ )
bòzza (θηλ.ουσ) bracconàggio (ουσ αρσ )
bozzàto (ουσ αρσ ) bracconière (ουσ αρσ )
bozzèllo (ουσ αρσ ) bràce (θηλ.ουσ)
bozzettìsta (ουσ αρσ και θηλ.) brachétta (θηλ.ουσ)
bozzettìstica (θηλ.ουσ) brachialgìa (θηλ.ουσ)
bozzétto (ουσ αρσ ) brachicardìa (θηλ.ουσ)
bòzzima (θηλ.ουσ) brachicefalìa (θηλ.ουσ)
bozzimàre (ρ. μτβ.) brachicèfalo (ουσ αρσ )
bòzzo (ουσ αρσ ) brachicèfalo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: