Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biònica (θηλ.ουσ) bipolàre (επίθ.)
biònico (επίθ.) bipolarità (θηλ.ουσ)
bioproteìna (θηλ.ουσ) bipòlo (ουσ αρσ )
biopsìa (θηλ.ουσ) bipósto (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
biòptico (επίθ.) bìrba (θηλ.ουσ)
biorìtmo (ουσ αρσ ) birbaccióne (ουσ αρσ )
biosatèllite (ουσ αρσ ) birbantàggine (θηλ.ουσ)
biosfèra (θηλ.ουσ) birbànte (ουσ αρσ και θηλ.)
biosìntesi (θηλ.ουσ) birbanteggiàre (ρ.αμτβ.)
biòssido (ουσ αρσ ) birbanterìa (θηλ.ουσ)
biotecnologìa (θηλ.ουσ) birbantésco (επίθ.)
bioterapìa (θηλ.ουσ) birbonàggine (θηλ.ουσ)
biotìna (θηλ.ουσ) birbonàta (θηλ.ουσ)
biòtipo, biotìpo (ουσ αρσ ) birbóne (αρσ. επίθ και ουσ)
biotìte (θηλ.ουσ) birboneggiàre (ρ.αμτβ.)
biòtopo (ουσ αρσ ) birbonerìa (θηλ.ουσ)
bipàla (επίθ.) birbonésco (επίθ.)
bipartìre (ρ. μτβ.) bireattóre (επίθ.)
bipartìrsi (ρ. μ. αμτβ.) birème, biréme (θηλ.ουσ)
bipartìtico (επίθ.) biribìssi (ουσ αρσ )
bipartitìsmo (ουσ αρσ ) birichinàta (θηλ.ουσ)
bipartizióne (θηλ.ουσ) birichìno (ουσ αρσ )
bìpede (ουσ αρσ ) birichìno (επίθ.)
bipènne, bipénne (θηλ. επίθ και ουσ) birifrangènte (αρσ. επίθ και ουσ)
biplàno (ουσ αρσ ) birifrangènza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: