Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

altìccio (επίθ.) altróve (επίρ.)
altimetrìa (θηλ.ουσ) altrùi (κτητ. επίθ.)
altimètrico (επίθ.) altruìsmo (ουσ αρσ )
altìmetro (ουσ αρσ ) altruìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
altipiàno (ουσ αρσ ) altruìstico (επίθ.)
altipòrto (ουσ αρσ ) altùra (θηλ.ουσ)
altisonànte (επίθ.) alturièro (αρσ. επίθ και ουσ)
altìssimo (αρσ. επίθ και ουσ) alùnno (ουσ αρσ )
altitùdine (θηλ.ουσ) alveàre (ουσ αρσ )
àlto (ουσ αρσ ) àlveo (ουσ αρσ )
àlto (επίθ.) alveolìte (θηλ.ουσ)
altocùmulo (ουσ αρσ ) àlvo (ουσ αρσ )
altofórno (ουσ αρσ ) alzabandièra (ουσ αρσ )
altolocàto (επίθ.) alzacristàllo (ουσ αρσ )
altoparlànte (ουσ αρσ ) alzàia (θηλ.ουσ)
altopiàno (ουσ αρσ ) alzaménto (ουσ αρσ )
altopòrto (ουσ αρσ ) alzàre (ρ. μτβ.)
altorilièvo (ουσ αρσ ) alzàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
altresì (επίρ.) alzàta (θηλ.ουσ)
altrettànto (επίρ.) alzàto (αρσ. επίθ και ουσ)
àltri (οριστ. αντων.) alzavàlvola (θηλ.ουσ)
altrièri (ουσ αρσ ) alzàvola (θηλ.ουσ)
altriménti (επίρ.) àlzo (ουσ αρσ )
àltro (οριστ. επίθ.) amàbile (επίθ.)
altrónde (επίρ.) amabilità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: