Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voltafàccia (ουσ αρσ ) vòlto (επίθ.)
voltafièno (ουσ αρσ ) voltolàre (ρ. μτβ.)
voltagabbàna (ουσ αρσ και θηλ.) voltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
voltàggio (ουσ αρσ ) voltolìno (ουσ αρσ )
voltàico (επίθ.) voltolone (επίρ.)
voltaìsmo (ουσ αρσ ) voltolóni (επίρ.)
voltàmetro (ουσ αρσ ) voltòmetro (ουσ αρσ )
voltampere (ουσ αρσ ) voltùra (θηλ.ουσ)
voltamperòmetro (ουσ αρσ ) volturàre (ρ. μτβ.)
voltapiètre (ουσ αρσ ) volùbile (επίθ.)
voltàre (ρ. μτβ.) volubilità (θηλ.ουσ)
voltarsi (ρ.μ. (αντων.)) volubilménte (επίρ.)
voltastòmaco (ουσ αρσ ) volùme (ουσ αρσ )
voltàta (θηλ.ουσ) volumenòmetro (ουσ αρσ )
volteggiaménto (ουσ αρσ ) volumetrìa (θηλ.ουσ)
volteggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) volumètrico (επίθ.)
volteggiatóre (ουσ αρσ ) voluminosità (θηλ.ουσ)
voltéggio (ουσ αρσ ) voluminóso (επίθ.)
voltelettróne (ουσ αρσ ) volùta (θηλ.ουσ)
volterràna (θηλ.ουσ) volùto (επίθ.)
volterriàno (αρσ. επίθ και ουσ) voluttà (θηλ.ουσ)
voltiàno (επίθ.) voluttuàrio (επίθ.)
voltìmetro (ουσ αρσ ) voluttuosaménte (επίρ.)
vòltmetro (ουσ αρσ ) voluttuosità (θηλ.ουσ)
vòlto (ουσ αρσ ) voluttuóso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: