Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

programmàre (ρ. μτβ.) proibizionìstico (επίθ.)
programmàtico (επίθ.) proiettàre (ρ. μτβ.)
programmàto (αρσ. επίθ και ουσ) proiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
programmatóre (ουσ αρσ ) proiettifìcio (ουσ αρσ )
programmazióne (θηλ.ουσ) proièttile (ουσ αρσ )
programmìsta (ουσ αρσ και θηλ.) proiettività (θηλ.ουσ)
progredìre (ρ.αμτβ.) proiettìvo (επίθ.)
progredìto (αρσ. επίθ και ουσ) proiètto (ουσ αρσ )
progressióne (θηλ.ουσ) proiettóre (ουσ αρσ )
progressìsmo (ουσ αρσ ) proiezióne (θηλ.ουσ)
progressìsta (ουσ αρσ και θηλ.) prolàsso (ουσ αρσ )
progressìsta (επίθ.) pròle (θηλ.ουσ)
progressìstico (επίθ.) prolegàto (ουσ αρσ )
progressivaménte (επίρ.) prolegòmeni (ουσ αρσ πληθ.)
progressività (θηλ.ουσ) prolèssi (θηλ.ουσ)
progressìvo (επίθ.) proletariàto (ουσ αρσ )
progrèsso (ουσ αρσ ) proletàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
proibìre (ρ. μτβ.) proletarizzàre (ρ. μτβ.)
proibitìvo (αρσ. επίθ και ουσ) prolèttico (επίθ.)
proibìto (αρσ. επίθ και ουσ) proliferàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
proibitóre (αρσ. επίθ και ουσ) proliferazióne (θηλ.ουσ)
proibitòrio (επίθ.) prolìfero (επίθ.)
proibiziòne (θηλ.ουσ) prolificàre (ρ.αμτβ.)
proibizionìsmo (ουσ αρσ ) prolificazióne (θηλ.ουσ)
proibizionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) prolificità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: