Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


progredìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [progreˈdito]

1 εξελιγμένος
2 προοδευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  progredire progressione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

programmato (αρσ. επίθ και ουσ)
programmatore (ουσ αρσ )
programmazione (θηλ.ουσ)
programmista (ουσ αρσ και θηλ.)
progredire (ρ.αμτβ.)
progredito (αρσ. επίθ και ουσ)
progressione (θηλ.ουσ)
progressismo (ουσ αρσ )
progressista (ουσ αρσ και θηλ.)
progressista (επίθ.)
progressistico (επίθ.)
progressivamente (επίρ.)
progressività (θηλ.ουσ)
progressivo (επίθ.)
progresso (ουσ αρσ )
proibire (ρ. μτβ.)
proibitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
proibito (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---