Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proibitìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [projbiˈtivo]

1 δεσμευτικός
2 απαγορευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proibire proibito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

progressivamente (επίρ.)
progressività (θηλ.ουσ)
progressivo (επίθ.)
progresso (ουσ αρσ )
proibire (ρ. μτβ.)
proibitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
proibito (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitorio (επίθ.)
proibizione (θηλ.ουσ)
proibizionismo (ουσ αρσ )
proibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
proibizionistico (επίθ.)
proiettare (ρ. μτβ.)
proiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
proiettificio (ουσ αρσ )
proiettile (ουσ αρσ )
proiettività (θηλ.ουσ)
proiettivo (επίθ.)
proietto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---