Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proièttile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈjɛttile]

το βλήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proiettificio proiettività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
proibizionistico (επίθ.)
proiettare (ρ. μτβ.)
proiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
proiettificio (ουσ αρσ )
proiettile (ουσ αρσ )
proiettività (θηλ.ουσ)
proiettivo (επίθ.)
proietto (ουσ αρσ )
proiettore (ουσ αρσ )
proiezione (θηλ.ουσ)
prolasso (ουσ αρσ )
prole (θηλ.ουσ)
prolegato (ουσ αρσ )
prolegomeni (ουσ αρσ πληθ.)
prolessi (θηλ.ουσ)
proletariato (ουσ αρσ )
proletario (αρσ. επίθ και ουσ)
proletarizzare (ρ. μτβ.)
prolettico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---