Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


progressività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [progressiviˈta]

προοδευτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  progressivamente progressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

progressismo (ουσ αρσ )
progressista (ουσ αρσ και θηλ.)
progressista (επίθ.)
progressistico (επίθ.)
progressivamente (επίρ.)
progressività (θηλ.ουσ)
progressivo (επίθ.)
progresso (ουσ αρσ )
proibire (ρ. μτβ.)
proibitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
proibito (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitorio (επίθ.)
proibizione (θηλ.ουσ)
proibizionismo (ουσ αρσ )
proibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
proibizionistico (επίθ.)
proiettare (ρ. μτβ.)
proiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
proiettificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---