ItalianoGreco


progredìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [progreˈdire]

1 ορθοποδίζω
2 προκόβω
3 προοδεύω
4 ακμάζω
5 προάγομαι
6 προκόφτω
7 επιτυχαίνω
8 προωθούμαι
9 βαδίζω μπροστά
10 βελτιώνομαι
11 αναδείχνομαι
12 ευδοκιμώ
13 εξελίσσομαι
14 ευημερώ
15 ορθοποδώ
16 πηγαίνω μπροστά
17 αναδεικνύομαι
18 πετυχαίνω
19 πλουτίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---