Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


progredìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [progreˈdire]

1 ορθοποδίζω
2 προκόβω
3 προοδεύω
4 ακμάζω
5 προάγομαι
6 προκόφτω
7 επιτυχαίνω
8 προωθούμαι
9 βαδίζω μπροστά
10 βελτιώνομαι
11 αναδείχνομαι
12 ευδοκιμώ
13 εξελίσσομαι
14 ευημερώ
15 ορθοποδώ
16 πηγαίνω μπροστά
17 αναδεικνύομαι
18 πετυχαίνω
19 πλουτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  programmista progredito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

programmatico (επίθ.)
programmato (αρσ. επίθ και ουσ)
programmatore (ουσ αρσ )
programmazione (θηλ.ουσ)
programmista (ουσ αρσ και θηλ.)
progredire (ρ.αμτβ.)
progredito (αρσ. επίθ και ουσ)
progressione (θηλ.ουσ)
progressismo (ουσ αρσ )
progressista (ουσ αρσ και θηλ.)
progressista (επίθ.)
progressistico (επίθ.)
progressivamente (επίρ.)
progressività (θηλ.ουσ)
progressivo (επίθ.)
progresso (ουσ αρσ )
proibire (ρ. μτβ.)
proibitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
proibito (αρσ. επίθ και ουσ)
proibitore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---