Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

privataménte (επίρ.) probandàto (ουσ αρσ )
privatézza (θηλ.ουσ) probàndo (ουσ αρσ )
privatìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) probànte (επίθ.)
privatìstico (επίθ.) probatìvo (επίθ.)
privatìva (θηλ.ουσ) probatòrio (επίθ.)
privatìvo (επίθ.) probità (θηλ.ουσ)
privatizzàre (ρ. μτβ.) problèma (ουσ αρσ )
privatizzazióne (θηλ.ουσ) problemàtica (θηλ.ουσ)
privàto (ουσ αρσ ) problematicìsmo (ουσ αρσ )
privàto (επίθ.) problematicità (θηλ.ουσ)
privazióne (θηλ.ουσ) problemàtico (επίθ.)
privilegiàre (ρ. μτβ.) pròbo (επίθ.)
privilegiàto (ουσ αρσ ) proboscidàti (ουσ αρσ πληθ.)
privilegiàto (επίθ.) proboscidàto (αρσ. επίθ και ουσ)
privilègio (ουσ αρσ ) probòscide (θηλ.ουσ)
prìvo (επίθ.) probovìro (ουσ αρσ )
prò (ουσ αρσ ) procàccia (ουσ αρσ και θηλ.)
prò (πρόθ.) procacciaménto (ουσ αρσ )
proàvo (ουσ αρσ ) procacciànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
probàbile (επίθ.) procacciàre (ρ. μτβ.)
probabilìsmo (ουσ αρσ ) procacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
probabilìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) procacciatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
probabilìstico (επίθ.) procàce (επίθ.)
probabilità (θηλ.ουσ) procaceménte (επίρ.)
probabilménte (επίρ.) procacità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: