Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parascènio (ουσ αρσ ) parastatàle (επίθ.)
parascève (θηλ.ουσ) parastàto (ουσ αρσ )
parascintìlle (ουσ αρσ ) parastìnchi (ουσ αρσ )
parascolàstico (αρσ. επίθ και ουσ) parastràppi (ουσ αρσ )
paraselène (ουσ αρσ ) paràta (θηλ.ουσ)
parasimpàtico (ουσ αρσ ) paratàssi (θηλ.ουσ)
parasimpàtico (επίθ.) paratàttico (επίθ.)
parasintètico (αρσ. επίθ και ουσ) paratìa (θηλ.ουσ)
parasóle (ουσ αρσ ) paratìfico (επίθ.)
paraspàlle (ουσ αρσ ) paratìfo (ουσ αρσ )
paraspìgolo (ουσ αρσ ) paratiròide (θηλ.ουσ)
parassìta (ουσ αρσ ) paràto (ουσ αρσ )
parassìta (επίθ.) paràto (επίθ.)
parassitàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) paratóia (θηλ.ουσ)
parassitàrio (επίθ.) paratóre (ουσ αρσ )
parassiticìda (ουσ αρσ ) paratormóne (ουσ αρσ )
parassiticìda (επίθ.) paratùra (θηλ.ουσ)
parassìtico (επίθ.) paraùrti (ουσ αρσ )
parassitìsmo (ουσ αρσ ) paravalànghe (ουσ αρσ )
parassitologìa (θηλ.ουσ) paravènto (ουσ αρσ )
parassitològico (επίθ.) parcàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
parassitòlogo (ουσ αρσ ) parcèlla (θηλ.ουσ)
parassitòsi (θηλ.ουσ) parcellàre (επίθ.)
paràsta (θηλ.ουσ) parcellazióne (θηλ.ουσ)
parastatàle (ουσ αρσ ) parcellizzàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: