ItalianoGreco


parcàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [parˈkare]

1 σταθμεύω
2 καταυλίζομαι
3 καταλύω σε στρατιωτικό καταυλισμό
4 παρκάρω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---