Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàrco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈparko] το πάρκο pàrco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈparko] 1 εφεκτικός 2 ολιγοδάπανος 3 ολιγοέξοδος 4 ολιγαρκής 5 σφικτός σε φιλοφρονήσεις 6 λιτός 7 λιτοδίαιτος 8 φειδωλός 9 επιφυλακτικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαparco [αρσ.] divertimenti = το λούνα-παρκ || parco [αρσ.] giochi = η παιδική χαρά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |