Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pareggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paredʤaˈtura]

1 ομάλυνση
2 σιάξιμο
3 ισοσκέλιση
4 εξομάλυνση
5 ισοπέδωση
6 εξομοίωση
7 εξίσωση
8 στάθμιση
9 εξισορρόπηση
10 ομαλοποίηση
11 ισορρόπηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pareggiarsi pareggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pareggiabile (επίθ.)
pareggiamento (ουσ αρσ )
pareggiare (ρ.αμτβ.)
pareggiare (ρ. μτβ.)
pareggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pareggiatura (θηλ.ουσ)
pareggio (ουσ αρσ )
parelio (ουσ αρσ )
paremia (θηλ.ουσ)
paremiografia (θηλ.ουσ)
paremiografo (ουσ αρσ )
paremiologia (θηλ.ουσ)
paremiologo (ουσ αρσ )
parenchima (ουσ αρσ )
parenchimatico (επίθ.)
parenchimatoso (επίθ.)
parenesi (θηλ.ουσ)
parenetico (επίθ.)
parentado (ουσ αρσ )
parentale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---