Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparchéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parˈkedʤo] 1 (azione) το παρκάρισμα 2 (area) το πάρκιγκ, ο χώρος σταθμεύσεως 3 (posto) η θέση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |