Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparcellizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [parʧelliddzatˈtsjone] 1 θρυμμάτισμα 2 θρυμματισμός 3 τεμαχισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |