Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parcèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [parˈʧɛlla]

η αμοιβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parcare parcellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paratura (θηλ.ουσ)
paraurti (ουσ αρσ )
paravalanghe (ουσ αρσ )
paravento (ουσ αρσ )
parcare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
parcella (θηλ.ουσ)
parcellare (επίθ.)
parcellazione (θηλ.ουσ)
parcellizzare (ρ. μτβ.)
parcellizzazione (θηλ.ουσ)
parcheggiare (ρ.αμτβ.)
parcheggio (ουσ αρσ )
parchettatura (θηλ.ουσ)
parchettista (ουσ αρσ και θηλ.)
parchimetro (ουσ αρσ )
parco (ουσ αρσ )
parco (επίθ.)
parecchio (οριστ. επίθ.)
parecchio (αντων.)
parecchio (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---