Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [paraˈtura] 1 διάκοσμος 2 ντεκόρ 3 πλούμισμα 4 διακόσμηση 5 στόλισμα 6 στολισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |