Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparatormóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paratorˈmone] 1 παραθορμόνη 2 ορμόνη παραθυρεοειδούς αδένα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |