ItalianoGreco


paràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈrato]

1 κουρτίνα
2 τάπητας τοίχου
3 ταπισερί
4 ταπετσαρία

paràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈrato]

1 κοσμημένος
2 διανθισμένος
3 διακοσμημένος
4 στολισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---