Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parcheggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [parkedˈʤare]

παρκάρω, σταθμεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parcellizzazione parcheggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parcella (θηλ.ουσ)
parcellare (επίθ.)
parcellazione (θηλ.ουσ)
parcellizzare (ρ. μτβ.)
parcellizzazione (θηλ.ουσ)
parcheggiare (ρ.αμτβ.)
parcheggio (ουσ αρσ )
parchettatura (θηλ.ουσ)
parchettista (ουσ αρσ και θηλ.)
parchimetro (ουσ αρσ )
parco (ουσ αρσ )
parco (επίθ.)
parecchio (οριστ. επίθ.)
parecchio (αντων.)
parecchio (επίρ.)
pareggiabile (επίθ.)
pareggiamento (ουσ αρσ )
pareggiare (ρ.αμτβ.)
pareggiare (ρ. μτβ.)
pareggiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---