Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparastìnchi
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,parasˈtinki] προσωπικός φρουρός παίκτη (σε αγώνα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |