Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paràsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈrasta]

1 τετράγωνη κολόνα μερικά εντοιχισμένη
2 πίλαστρο
3 κολόνα
4 παραστάτης πόρτας
5 πιλάστρι
6 τετράγωνη κολόνα εντοιχισμένη
7 παραστάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parassitosi parastatale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parassitismo (ουσ αρσ )
parassitologia (θηλ.ουσ)
parassitologico (επίθ.)
parassitologo (ουσ αρσ )
parassitosi (θηλ.ουσ)
parasta (θηλ.ουσ)
parastatale (ουσ αρσ )
parastatale (επίθ.)
parastato (ουσ αρσ )
parastinchi (ουσ αρσ )
parastrappi (ουσ αρσ )
parata (θηλ.ουσ)
paratassi (θηλ.ουσ)
paratattico (επίθ.)
paratia (θηλ.ουσ)
paratifico (επίθ.)
paratifo (ουσ αρσ )
paratiroide (θηλ.ουσ)
parato (ουσ αρσ )
parato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---